αστίλβωτος

αστίλβωτος
-η, -ο
ο αγυάλιστος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αστίλβωτος — η, ο αυτός που δε στιλβώθηκε, αγυάλιστος: Τα μεταλλικά αντικείμενα δεν πρέπει να μένουν αστίλβωτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγυάλιστος — και ιγος, η, ο [γυαλίζω] 1. αυτός που δεν γυαλίστηκε, αστίλβωτος, αλουστράριστος 2. άβαφτος …   Dictionary of Greek

  • αδιάξεστος — ἀδιάξεστος, ον (Α) [διαξέω] αστίλβωτος, άξεστος, άξυστος …   Dictionary of Greek

  • αλουστράριστος — η, ο 1. αυτός που δεν λουστραρίστηκε, δεν στιλβώθηκε, αστίλβωτος, αγυάλιστος 2. που δεν έμαθε καλούς τρόπους, αγροίκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + *λουστραριστός < λουστράρω, κατά τα παραγόμενα από ρ. σε ίζω] …   Dictionary of Greek

  • αλουστράριστος — η, ο αυτός που δε λουστραρίστηκε, αστίλβωτος: Έχω ακόμη αλουστράριστη τη ντουλάπα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”